Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μέλη του σώματος)

  • 1 член

    α.
    1. μέλος•

    -ы тела τα μέλη του σώματος•

    члены предложения τα μέλη της πρότασης•

    -ы семьй τα μέλη της οικογένειας•

    -партии μέλος του κόμματος•

    член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•

    член экспедиции μέλος της αποστολής.

    2. ο όρος•

    член дроби ο όρος του κλάσματος•

    член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).

    3. (γραμμ.) το άρθρο•

    определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.

    εκφρ.
    —корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος.

    Большой русско-греческий словарь > член

  • 2 протезирование

    η πρόσθεση (μελών του σώματος)
    -ть βάζω, προσθέτω (π.χ. δόντια

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > протезирование

  • 3 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 4 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 5 раскрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. ανοίγω•

    раскрыть ящик ανοίγω το κιβώτιο•

    раскрыть дверь ανοίγω την πόρτα•

    раскрыть зонтик ανοίγω την ομπρέλα•

    раскрыть нож ανοίγω το σουγιά•

    раскрыть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    раскрыть глаза, рот ανοίγω τα μάτια, το στόμα.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.)• αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω• φανερώνω•

    халат распахнулся и -ыл нижнее бель η ρόμπα άνοιξε και φάνηκαν τα εσώρουχα•

    раскрыть тайну αποκαλύπτω μυστικό•

    раскрыть замыслы врагов ξεσκεπάζω τα σχέδια (προθέσεις) του εχθρού•

    раскрыть загоеор ξεσκεπάζω τη συνομωσία.

    || μτφ. εκμυστηρεύομαι•

    он -ыл мне своё сердце αυτός μου άνοιξε την καρδιά του, τα είπε όλα.

    εκφρ.
    раскрыть глаза – ανοίγω τα μάτια (διαφωτίζω)•
    раскрыть чью игру – ξεσκεπάζω τις προθέσεις (τα σχέδια) κάποιου.
    1. ανοίγω, -ομαι•

    окно -лось το παραθύρι άνοιξε•

    дверь -лась η πόρτα άνοιξε•

    все ящики -лись όλα τα κιβώτια ανοίχτηκαν.

    || ανθίζω•

    розы -лись τα τρ ι-αντάφυλλα άνοιξαν.

    2. φαίνομαι•

    перед ними -лось море μπροστά τους φάνηκε η θάλασσα.

    3. μτφ. αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, φανερώνομαι•

    преступление -лось το έγκλημα αποκαλύφτηκε.

    4. δημιουργούμαι (για συνθήκες, πρού-θέσεις, δυνατότητες)•

    -лись перспективы άνοιξαν προοπτικές.

    5. (γι.α μέλη του σώματος)• αποκαλύπτομαι, φαίνομαι.
    6. (χαρτπ.) καλύπτω όλα τα χαρτιά.

    Большой русско-греческий словарь > раскрыть

  • 6 протез

    протез
    м ἡ πρόθεση, τα τεχνητά μέλη (τοῦ σώματος):
    зубной \протез ἡ ὁδοντοστοιχία, ἡ τεχνητή μασέλα.

    Русско-новогреческий словарь > протез

  • 7 протез

    [πρατέζ] ουσ. α τα τεχνητά μέλη (του σώματος)

    Русско-греческий новый словарь > протез

  • 8 протез

    [πρατέζ] ουσ α τα τεχνητά μέλη (του σώματος)

    Русско-эллинский словарь > протез

  • 9 открыть

    -рою, -роешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. открытый, βρ: -крыт, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανοίγω•

    открыть сундук ανοίγω το σεντούκι•

    открыть зонтик ανοίγω την ομπρελίτσα•

    открыть окно ανοίγω το παράθυρο•

    открыть кастрюлю ξεκουπώνω την κατσαρόλα•

    открыть банку консервов ανοίγω την κονσέρβα ή το κονσερβοκούτι.

    || ξεκλειδώνω•

    открыть дверь ξεκλειδώνω την πόρτα.

    || μτφ. αφήνω ελεύθερα κάνω προσιτό•

    открыть границу ανοίγω τα σύνορα•

    открыть дорогу к знанию (μτφ.) ανοίγωτο δρόμο για τις γνώσεις.

    2. αποκαλύπτω, εμφανίζω, φανερώνω δείχνω•

    открыть карты (χαρτπ.) δείχνω τα χαρτιά.

    3. (διάφορες σημ.) открыть свет ανάβω το φως•

    открыть газ ανοίγω το γκαζ•

    открыть воду ανοίγω το νερό (την κάνουλα)•

    открыть новую школу ανοίγω καινούριο σχολείο•

    открыть клуб ανοίγω λέσχη.

    4. αρχίζω•

    открыть собрание ανοίγω τη συνέλευση•

    открыть театральный сезон ανοίγω τη θεατρική περίοδο•

    открыть огонь ανοίγω πυρ, αρχίζω τα πυρά.

    5. αποκαλύπτω, φανερώνω•

    открыть тайну εκμυστηρεύομαι.

    6. ανακαλύπτω•

    колумб -ыл америку ο Κολόμπος ανακάλυψε την Αμερική.

    εκφρ.
    открыть америку – (ειρν. για γνωστό πια γεγονός) ανακαλύπτω την Αμερική•
    открыть глаза кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (κάνω κάποιον να αντιληφθεί)•
    открыть счёт – α)ανοίγω λογαριασμό, βάζω χρήματα στο ταμιευτήριο), β) αρχίζω την πληρωμή με λογαριασμό (για τράπεζα)• γ) ανοίγω το σκορ. δ) έχω (κάνω) την πρώτη επιτυχία.
    1. ανοίγω•

    чемодан -лся η βαλίτσα άνοιξε•

    книга -лась το βιβλίο άνοιξε.

    || ξεκλειδώνομαι•

    дверь -лась ключом η πόρτα άνοιξε με το κλειδί.

    2. ξανοίγομαι, εκτείνομαι, απλώνομαι. || (για μέλη του σώματος)διακρίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. αποκαλύπτομαι.
    3. γίνομαι γνωστός, έρχομαι στο φως, βγαίνω στην επιφάνεια, στα φόρα• ανακαλύπτομαι•

    -лся заговор ανακαλύφτηκε συνομωσία.

    4. αρχίζω,κάνω έναρξη•

    театр -лся το θέατρο άνοιξε.

    5. εκμυστηρεύομαι όλα.
    6. (για πληγή) ανοίγω.
    εκφρ.
    глаза -лись – τα μάτια άνοιξαν (άρχισα να καταλαβαίνω).

    Большой русско-греческий словарь > открыть

  • 10 отмёрзнуть

    -нет, παρλθ. χρ. отмрз
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. παγώνω, καταστρέφομαι από τον πάγο•
    2. (για μέλη του σώματος) μουδιάζω από το κρύο•

    пальцы -ли τα δάχτυλα πάγωσαν.

    Большой русско-греческий словарь > отмёрзнуть

  • 11 подмыть

    ρ.σ.μ.
    1. πλύνω (κυρίως για μέλη του σώματος).
    2. πλύνω στα γρήγορα•

    подмыть пол πλύνω στα γρήγορα το πάτωμα.

    3. πλύνω από τα κάτω. || τρώγω, φθείρω, διαβιβρώσκω.
    πλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подмыть

  • 12 подпереть

    подопру, подопршь, παρλθ. χρ. подпр
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. под-пртый, βρ: -прт, -а
    -ο,
    επιρ. μτχ. подперев κ. подперши
    ρ.σ.
    1. μ. υποστηρίζω, βάζω υποστήριγμα•

    подпереть стену βάζω υποστήριγμα στον τοίχο.

    || στηρίζω, ακουμπώ.
    2. (απλ.) απρόσ. με πιάνει, μού ρχεται (για πόνο,βήχα κ.τ.τ.).
    στηρίζομαι, ακουμπώ (για μέλη του σώματος).

    Большой русско-греческий словарь > подпереть

  • 13 проболеть

    ρ.σ. αρρωσταίνω (για ένα χρον. διάστημα).
    ρ.σ. (για μέλη του σώματος) πονώ (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проболеть

  • 14 тело

    -а, πλθ. тела, тел
    -ам ουδ.
    1. σώμα•

    закон падения тел ο νόμος της πτώσης των σωμάτων•

    небесные -а τα ουράνια σώματα•

    геометрические -а γεωμετρικά σώματα.

    2. σώμα ανθρώπου, κορμί•

    части тела τα μέλη του σώματος•

    дрожать всем -ом τρέμω σύσσωμος.

    || το πτώμα.
    3. κρέας, σάρκα.
    4. κορμός (κύριο μέρος κάθε πράγματος).
    5. (στρατ.) κάνη πυροβόλου. || σάρκα καρπού.
    εκφρ.
    держать кого в чрном -е – κάνω μαύρη τη ζωή κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > тело

  • 15 терпнуть

    -нет, παρλθ. χρ. терпнул, терпла, -ло
    ρ.δ. μουδιάζω, ξυλιάζω (για μέλη του σώματος).

    Большой русско-греческий словарь > терпнуть

  • 16 ἀναγκαῖος

    ἀναγκαῖος, α, ον (Hom. et al., in var. mngs.)
    necessary (as meeting need) τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀ. ἐστιν the members of the body are nec. 1 Cor 12:22; cp. 1 Cl 37:5; αἱ ἀ. χρεῖαι (Diod S 1, 34; IPriene 108, 80 [c. 129 B.C.]; POxy 56, 6; 1068, 16; Philo, Omn. Prob. Lib. 76; Ath. 22, 4 τῶν ἀναγκαίων ‘genitals’) pressing needs Tit 3:14.—Neut. ἀναγκαῖόν ἐστιν it is necessary w. inf. (and acc.) foll. (PFlor 132, 11 ὅπερ ἀναγκαῖόν σε ἦν γνῶναι. Philo, Migr. Abr. 82; Jos., Vi. 413; Just., D. 68, 4) Ac 13:46. ἀ. ἡγοῦμαι (PFay 111, 19; SIG 867, 9 ἀναγκαῖον ἡγησάμην … φανερὸν ποιῆσαι; 2 Macc 9:21) I consider it necessary 2 Cor 9:5; Phil 2:25. ἀ. ἐστιν, μηδὲν πράσσειν ὑμᾶς ITr 2:2. ὅθεν ἀναγκαῖον (w. ἐστίν to be supplied, as EpArist 197; 205) ἔχειν τι τοῦτον so this one must have someth. Hb 8:3.—Comp. (PLond I, 42, 31 p. 31; Witkowski 36, 21) ἀναγκαιότερόν ἐστιν it is more necessary Phil 1:24.—Subst. of defecation διʼ αὐτῶν μόνων τῶν ἀ. Papias (3:2).
    intimate, as Lat. necessarius of relatives and friends τοὺς ἀ. φίλους close friends Ac 10:24 (cp. Eur., Andr. 671; Dio Chrys. 3, 120; SIG 1109, 51; POslo 60, 5 [II A.D.]; PFlor 142, 2; BGU 625, 26; Jos., Ant. 7, 350; 11, 254).—EDNT. M-M. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀναγκαῖος

  • 17 σῶμα

    σῶμα, ατος, τό (Hom.+) ‘body.’
    body of a human being or animal, body
    dead body, corpse (so always in Hom. [but s. HHerter, σῶμα bei Homer: Charites, Studien zur Altertumswissenschaft, ELanglotz Festschr., ed. KvonSchauenburg ’57, 206–17] and oft. later, e.g. Memnon: 434 Fgm. 1, 3, 3 Jac. καίειν τὸ ς.=burn the corpse; ins, pap, LXX; PsSol 2:27; TestJob 52:11; ApcMos 34 al.; Philo, Abr. 258; Jos., Bell. 6, 276, Ant. 18, 236; Ar. 4, 3; Mel., P. 28, 196) Mt 14:12 v.l.; 27:59; Mk 15:45 v.l.; Lk 17:37; Ac 9:40; GPt 2:4; pl. J 19:31. W. gen. Mt 27:58; Mk 15:43; Lk 23:52, 55; 24:3, 23; J 19:38ab, 40; 20:12; Jd 9; GPt 2:3. Pl. Mt 27:52; Hb 13:11. AcPlCor 2:27.
    the living body (Hes. et al.) of animals Js 3:3.—Mostly of human beings Mt 5:29f; 6:22f; 26:12; Mk 5:29; 14:8; Lk 11:34abc; J 2:21; Ro 1:24; 1 Cor 6:18ab; IRo 5:3. τὰ τοῦ σώματος the parts of the body 4:2. Of women αἱ ἀσθενεῖς τῷ σώματι 1 Cl 6:2; cp. Hv 3, 11, 4.—W. and in contrast to πνεῦμα (4 Macc 11:11) Ro 8:10, 13; 1 Cor 5:3; 7:34; Js 2:26. W. and in contrast to ψυχή (Pla., Gorg. 47, 493a; Diod S 34 + 35 Fgm. 2, 30; Appian, Bell. Civ. 5, 112 §467; Ael. Aristid. 45, 17f K.=8 p. 88f D.; Lucian, Imag. 23; PGM 7, 589; Wsd 1:4; 8:19f; 2 Macc 7:37; 14:38; 4 Macc 1:28; ApcEsdr 7:3 p. 32, 13 Tdf.; EpArist 139; Philo; Jos., Bell. 3, 372–78; 6, 55; Just., A I, 8, 4; D. 6, 2 al.; Tat. 13, 1; Ath. 1, 4; Did., Gen. 56, 4; Theoph. Ant. 1, 5 [p. 66, 2]) Mt 6:25ab; 10:28ab; Lk 12:4 v.l., 22f; 2 Cl 5:4 (a saying of Jesus, fr. an unknown source); 12:4; MPol 14:2; AcPl Ha 1, 4. τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα (s. the Christian POxy 1161, 6 [IV A.D.]) 1 Th 5:23. W. and in contrast to its parts (ApcSed 11:13; Mel., P. 78, 563) Ro 12:4; 1 Cor 12:12abc (Ltzm. ad loc.), 14–20 (PMich 149, 4, 26 [II A.D.] ἧπαρ … ὅλον τὸ σῶμα); Js 3:6; 1 Cl 37:5abcd. The body as the seat of sexual function Ro 4:19; 1 Cor 7:4ab (rights over the σῶμα of one’s spouse as Artem. 1, 44 p. 42, 14f; Iren. 1, 13, 3 [Harv. I 119, 10]).—The body as seat of mortal life εἶναι ἐν σώματι be in the body = alive, subject to mortal ills (TestAbr A 9 p. 87, 3 [Stone p. 22]; Poryphr., Abst. 1, 38) Hb 13:3. ἐνδημεῖν ἐν τῷ σώματι 2 Cor 5:6 (s. ἐνδημέω). ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος vs. 8 (s. ἐκδημέω). διὰ τοῦ σώματος during the time of one’s mortal life (cp. Lucian, Menipp. 11, end, Catapl. 23) vs. 10 (s. κομίζω 3, but s. also below in this section). Paul does not know whether, in a moment of religious ecstasy, he was ἐν σώματι or ἐκτὸς (χωρὶς) τοῦ σώματος 12:2f (of Epimenides [A2: Vorsokrat.5 I p. 29] it was said ὡς ἐξίοι ἡ ψυχὴ ὁπόσον ἤθελε καιρὸν καὶ πάλιν εἰσῄει ἐν τῷ σώματι; Clearchus, Fgm. 7: καθάπερ ὁ Κλέαρχος ἐν τοῖς περὶ ὕπνου φησίν, περὶ τῆς ψυχῆς, ὡς ἄρα χωρίζεται τοῦ σώματος καὶ ὡς εἴσεισιν εἰς τὸ σῶμα καὶ ὡς χρῆται αὐτῷ οἷον καταγωγίῳ [a resting-place]. In Fgm. 8 Clearchus tells about Cleonymus the Athenian, who seemed to be dead, but awakened after 3 days and thereupon reported everything that he had seen and heard ἐπειδὴ χωρὶς ἦν τοῦ σώματος. His soul is said finally to have arrived εἴς τινα χῶρον ἱερὸν τῆς Ἑστίας; Maximus Tyr. 38, 3a–f Ἀριστέας ἔφασκεν τὴν ψυχὴν αὐτῷ καταλιποῦσαν τὸ σῶμα in order to wander through the universe. He finds faith everywhere. Similarly 10, 2f. See also the story of Hermotimus in Apollon. Paradox. 3 as well as Lucian, Musc. Enc. [The Fly] 7.—On the two kinds of transcendent vision [with or without the body] s. Proclus, In Pla. Rem Publ. II p. 121, 26ff Kroll: οἱ μὲν μετὰ τοῦ σώματος τῶν τοιούτων [like Ἐμπεδότιμος] ἵστορες [=eyewitnesses], οἱ δὲ ἄνευ σώματος [like Κλεώνυμος]. καὶ πλήρεις αἱ παραδόσεις τούτων.). ἀπὼν τῷ σώματι (παρὼν δὲ τῷ πνεύματι) 1 Cor 5:3. ἡ παρουσία τοῦ σώματος 2 Cor 10:10 (παρουσία 1). The body is the instrument of human experience and suffering 4:10ab; Gal 6:17 (allusion AcPlCor 2, 35); Phil 1:20; the body is the organ of a person’s activity: δοξάσατε τὸν θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν glorify God through your body, i.e. by leading an upright life 1 Cor 6:20; cp. Ro 12:1. This may be the place (s. above in this section) for διὰ τοῦ σώματος 2 Cor 5:10 which, in that case, would be taken in an instrumental sense with or through the body (cp. Pla., Phd. 65a; Ps.-Pla., Axioch. 13, 371c; Aelian, NA 5, 26 τὰ διὰ τοῦ σώματος πραττόμενα). In some of the last-named passages (such as Ro 12:1; Phil 1:20; also Eph 5:28 w. parallel in Plut., Mor. 142e: s. HAlmqvist, Plut. u. d. NT ’46, 116f) the body is almost synonymous w. the whole personality (as Aeschin., Or. 2, 58; X., An. 1, 9, 12 τὰ ἑαυτῶν σώματα=themselves. Appian, Syr. 41 §218 παρεδίδου τὸ σῶμα τοῖς ἐθέλουσιν ἀπαγαγεῖν=[Epaminondas] gave himself up to those who wished to take him away, Mithr. 27 §107 ἐς τὸ σῶμα αὐτοῦ=against his person, Bell. Civ. 2, 106 §442 Caesar’s person [σῶμα] is ἱερὸς καὶ ἄσυλος=sacred and inviolable; 3, 39 §157 ἔργον … σῶμα=course of action … person; Mitt-Wilck. I/2, 55, 7 [III B.C.] ἑκάστου σώματος=for every person. See Wilcken’s note).—Because it is subject to sin and death, man’s mortal body as τὸ σῶμα τῆς σαρκός (σάρξ 2cα) Col 2:11 is a σῶμα τῆς ἁμαρτίας Ro 6:6 or τοῦ θανάτου 7:24; cp. 8:11. In fact, σῶμα can actually take the place of σάρξ 8:13 (cp. Herm. Wr. 4, 6b ἐὰν μὴ πρῶτον τὸ σῶμα μισήσῃς, σεαυτὸν φιλῆσαι οὐ δύνασαι; 11, 21a.—Cp. Hippol., Ref. 5, 19, 6). As a σῶμα τῆς ταπεινώσεως lowly body it stands in contrast to the σῶμα τῆς δόξης glorious body of the heavenly beings Phil 3:21. In another pass. σῶμα ψυχικόν of mortals is opposed to the σῶμα πνευματικόν after the resurrection 1 Cor 15:44abc.—Christ’s earthly body, which was subject to death (Orig., C. Cels. 2, 9, 13) Ro 7:4; Hb 10:5 (Ps 39:7 v.l.), 10; 1 Pt 2:24; AcPlCor 2:16f. τὸ σῶμα καὶ τὰ ὀστᾶ καὶ τὸ πνεῦμα Χριστοῦ 2:32. τὸ σῶμα τῆς σαρκὸς αὐτοῦ Col 1:22. Esp. in the language of the Eucharist (opp. αἷμα) Mt 26:26; Mk 14:22; Lk 22:19; 1 Cor 10:16 (GBornkamm, NTS 2, ’56, 202–6); 11:24, 27, 29. S. the lit. s.v. ἀγάπη 2 and εὐχαριστία 3, also JBonsirven, Biblica 29, ’48, 205–19.—ἓν σῶμα a single body 1 Cor 6:16 (cp. Jos., Ant. 7, 66 Δαυίδης τήν τε ἄνω πόλιν κ. τὴν ἄκραν συνάψας ἐποίησεν ἕν σῶμα; Artem. 3, 66 p. 196, 9; RKempthorne, NTS 14. ’67/68, 568–74).
    pl. σώματα slaves (Herodas 2, 87 δοῦλα σώματα; Polyb. et al.; oft. Vett. Val.; ins, pap; Gen 36:6; Tob 10:10; Bel 32; 2 Macc 8:11; Jos., Ant. 14, 321; cp. our colloq. ‘get some bodies for the job’) Rv 18:13 (cp. Ezk 27:13; the abs. usage rejected by Atticists, s. Phryn. 378 Lob.).
    plant and seed structure, body. In order to gain an answer to his own question in 1 Cor 15:35 ποίῳ σώματι ἔρχονται; (i.e. the dead after the resurrection), Paul speaks of bodies of plants (which are different in kind fr. the ‘body’ of the seed which is planted.—Maximus Tyr. 40, 60e makes a distinction betw. the σώματα of the plants, which grow old and pass away, and their σπέρματα, which endure.—σώματα of plants also in Apollon. Paradox. 7 [after Aristot.]) vs. 37f, and of σώματα ἐπουράνια of the heavenly bodies vs. 40 (cp. Ps.-Aristot., De Mundo 2, 2 the stars as σώματα θεῖα; Maximus Tyr. 21, 8b οὐρανὸς κ. τὰ ἐν αὐτῷ σώματα, acc. to 11, 12a οἱ ἀστέρες; 40, 4h; Sallust. 9 p. 18, 5).
    substantive reality, the thing itself, the reality in imagery of a body that casts a shadow, in contrast to σκιά (q.v. 3) Col 2:17.
    a unified group of people, body fig. ext. of 1, of the Christian community or church (cp. Cyr. Ins. 58, ‘body of the Hellenes’; Polyaenus, Exc. 18, 4 of the phalanx; Libanius, Or. 1 p. 176, 25 F. τὸ τῆς πόλεως ς.; Plut., Philop. 360 [8, 2]), esp. as the body of Christ, which he fills or enlivens as its Spirit (in this case the head belongs with the body, as Appian, Bell. Civ. 3, 26 §101, where a severed head is differentiated from τὸ ἄλλο σῶμα=the rest of the body), or crowns as its Head (Hdt. 7, 140; Quint. Smyrn. 11, 58; SIG 1169, 3; 15 κεφαλή w. σῶμα as someth. equally independent; Orig., C. Cels. 6, 79, 27): οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ro 12:5. Cp. 1 Cor 10:17; 12:13, 27; Eph (s. Schlier s.v. ἐκκλησία 3c) 1:23; 2:16; 4:12, 16; 5:23, 30; Col 1:18, 24; 2:19; 3:15; ISm 1:2; Hs 9, 17, 5; 9, 18, 3f. ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα Eph 4:4; cp. Hs 9, 13, 5; 7 (Iambl., Vi. Pyth. 30, 167: all as ἓν σῶμα κ. μία ψυχή; also Just., D. 42, 3) διέλκομεν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ καὶ στασιάζομεν πρὸς τὸ σῶμα τὸ ἴδιον 1 Cl 46:7.—T Schmidt, Der Leib Christi (σῶμα Χριστοῦ) 1919; EKäsemann, Leib u. Leib Christi ’33 (for a critique s. SHanson, Unity of the Church in the NT ’46, 113–16); ÉMersch, Le Corps mystique du Christ2 ’36; AWikenhauser, D. Kirche als d. myst. Leib Christi, nach dem Ap. Pls2 ’40; EPercy, D. Leib Christi in d. paulin. Homologumena u. Antilegomena ’42; RHirzel, Die Person: SBMünAk 1914 H. 10 p. 6–28 (semantic history of σῶμα); WKnox, Parallels to the NT use of σῶμα: JTS 39, ’38, 243–46; FDillistone, How Is the Church Christ’s Body?: Theology Today 2, ’45/46, 56–68; WGoossens, L’Église corps de Christ d’après St. Paul2 ’49; CCraig, Soma Christou: The Joy of Study ’51, 73–85; JRobinson, The Body: A Study in Pauline Theol. ’52; RBultmann, Theol. of the NT, tr. KGrobel ’51, 192–203; HClavier, CHDodd Festschr. ’56, 342–62; CColpe, Zur Leib-Christi Vorstellung im Eph, ’60, 172–87; KGrobel, Bultmann Festschr. ’54, 52–59; HHegermann, TLZ 85, ’60, 839–42; ESchweizer, ibid. 86, ’61, 161–74; 241–56; JMeuzelaar, D. Leib des Messias, ’61; MDahl, The Resurrection of the Body, ’62; RJewett, Paul’s Anthropological Terms, ’71, 201–304; JZiegler, NovT 25, ’83, 133–45 (LXX); JDunn: JSNT Suppl. 100, ’94, 163–81 (Col.).—B. 198. New Docs 4, 38f. DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σῶμα

  • 18 μέλος

    μέλος, ους, τό (Hom.+)
    a part of the human body, member, part, limb lit., of parts of the human body (cp. Did., Gen. 8 A, 7) καθάπερ ἐν ἑνὶ σώματι πολλὰ μ. ἔχομεν as we have many parts/members in one body Ro 12:4ab; cp. 1 Cor 12:12a, 14, 18–20, 25f; Js 3:5 (Apollod. [II B.C.]: 244 Fgm. 307 Jac. κράτιστον τῶν μελῶν ἡ γλῶσσα). τὰ μ. τοῦ σώματος the parts of the body (Diod S 5, 18, 12; Philo, In Flacc. 176; Orig., C. Cels. 7, 38, 13) 1 Cor 12:12b, 22; 1 Cl 37:5; Dg 6:2. W. σάρξ 6:6. μ. σκοτεινόν Lk 11:36 v.l. W. gen. of pers. Mt 5:29f (cp. Sextus 13); Ro 6:13ab; 19ab; 7:5, 23ab; Js 3:6; 4:1 (the pl. in these pass. may also refer to the ‘body’ as the sum of its parts, but the pl. τὰ μέλη Pind., N. 11, 15 which has been used in support does not mean the body as such, but is used with pathos in reference to the athlete’s limbs, so vital to his profession, as θνατά, i.e. while enjoying vigor the athlete must recognize his mortality). συγκοπὴ μελῶν mangling of limbs (leading to martyrdom; Diod S 17, 83, 9 describes a procedure of this kind) IRo 5:3.—Metaph. of sinful characteristics or behavior νεκρώσατε τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς put to death your worldly parts = put to death whatever in you is worldly Col 3:5.
    a part as member of a whole, member fig. extension of 1: of the many-sided organism of the Christian community (on the figure of the body and its members, a favorite one in ancient lit., e.g. Aristot., Pol. 1253a 20–29; cp. Ar. 13, 5; Ath. 8, 1; s. Ltzm., Hdb. on 1 Cor 12:12; WNestle, D. Fabel des Menenius Agrippa: Klio 21, 1927, 350–60): the individual Christians are members of Christ, and together they form his body (for this idea cp. Simplicius in Epict. p. 70, 51: souls are μέρη τοῦ θεοῦ; 71, 5.—At p. 80, 54 the soul is called μέρος ἢ μέλος τοῦ θεοῦ; Iren. 5, 2, 2 [Harv. II 319, 2, 1]) 1 Cor 12:27; Eph 5:30; 1 Cl 46:7; IEph 4:2; ITr 11:2; cp. Eph 4:16 v.l. ἀλλήλων μέλη members of each other Ro 12:5; Eph 4:25; 1 Cl 46:7b. In 1 Cor 6:15a for a special reason the σώματα of the Christians are called μέλη Χριστοῦ. Since acc. to Paul’s understanding of Gen 2:24 sexual intercourse means fusion of bodies (1 Cor 6:16), relations w. a prostitute fr. this point of view become particularly abhorrent vs. 15b.—DELG. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > μέλος

  • 19 μέλος

    A limb, in early writers always in pl., Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. ( κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc. 419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers. 991 (lyr.), cf. Eu. 265 (lyr.); κατὰ μέλη ([etym.] - εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119;

    τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg. 795e

    ; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.;

    ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30

    .
    2 metaph.,

    ἐσμὲν.. ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5

    , cf. 1 Ep.Cor.6.15.
    3 features, form,

    οὐκέτ' ἐγὼ.. γονέων μ. ὄψομαι BMus.Inscr.1077

    ([place name] Sudan).
    B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.;

    μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr. 699

    ; esp. of lyric poetry,

    τὸ Ἀρχιλόχου μ. Pi.O.9.1

    ; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135;

    ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ Pl.R. 607d

    , cf. D.H. Comp.11;

    Ἀδμήτου μ. Cratin.236

    ; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R. 379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib. 398d.
    b lyric portion of the Comic παράβασις, Heph.Poëm.8.2.
    2 music to which a song is set, tune, Arist.Po. 1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg. 656c; Κρητικόν, Καρικόν, Ἰωνικὸν μ., Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει properly, correctly,

    ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph. 227d

    ; παρὰ μέλος incorrectly, inopportunely,

    πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69

    ;

    παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb. 28b

    , Lg. 696d;

    παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN 1123a22

    , cf. EE 1233a39.
    3 melody of an instrument,

    φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761

    ;

    αὐλῶν πάμφωνον μ. Pi.P.12.19

    ;

    πηκτίδων μέλη S.Fr. 241

    : generally, tone,

    μ. βοῆς E.El. 756

    . [In h.Merc. 502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλος

  • 20 μέρος

    μέρος, εος, τό, ([etym.] μείρομαι) first in h.Cer. 399 (v. infr. IV), h.Merc.53 (v. infr. II.2):—
    A share, portion, Pi.O.8.77, Hdt.1.145, Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc.;

    μέρος ἔχοντα Μουσᾶν B.3.71

    ;

    ἔχει δόμων μ. E.Ph. 483

    ;

    κτεάνων μ. A.Ag. 1574

    (anap.);

    συμβαλέσθαι τὸ μ. D.41.11

    ; τὰ μ. τινῶν κομίζεσθαι ibid.;

    λαβεῖν τῆς μεθόδου τὸ μ. Arist. Pol. 1295a3

    ; of work put out to contract, allotment, IG22.463.7, 26.
    2 heritage, lot, destiny,

    μεθέξειν τάφου μ. A.Ag. 507

    ;

    ἔχετον κοινοῦ θανάτου μ. S.Ant. 147

    (anap.); τοῦτο γὰρ.. σπάνιον μ. is a rare portion, E.Alc. 474 (lyr.); ἀπὸ μέρους προτιμᾶσθαι from considerations of rank or family, Th.2.37.
    II one's turn,

    ἐπείτε αὐτῆς μ. ἐγίνετο τῆς ἀπίξιος Hdt.3.69

    ;

    μ. ἑκατέρῳ νέμειν Id.2.173

    ; ὅταν ἥκῃ μ. ἔργων the turn or time for.., A.Ch. 827 (lyr.), cf. Pl.R. 540b; ἀγγέλου μ. his turn of duty as messenger, A.Ag. 291.
    2 with Preps., ἀνὰ μέρος in turn, successively, E.Ph. 478, Arist.Pol. 1287a17;

    κατὰ μέρος h.Merc.53

    , Th.4.26, etc.; κατὰ μ. λέγειν severally, Pl.Tht. 157b; κατὰ μέρη ἄκουε ib. 182b; τὰ κατὰ μέρος the particulars, Phld.Sign. 23, D.1.22; τὸ κατὰ μ. ἄστρον ib.3.9; ἐν μέρεϊ in turn, Hdt.1.26, al.; κλῦθί νυν ἐν μ., ἀντάκουσον ἐν μ., A.Ch. 332 (lyr.), Eu. 198; by turns, in succession, Id.Ag. 332, 1192, Th.8.93;

    ἐν μ. καὶ ἐφεξῆς Pl. Lg. 819b

    ; ἐν τῷ μέρει in one's turn, Hdt.5.70, E.Or. 452, Ar.Ra.32, 497, Pl.Grg. 462a; ἐν τῷ μ. καὶ παρὰ τὸ μ. in and out of turn, X.An. 7.6.36; παρὰ μέρος in turn, by turns,

    ἄρχειν Plu.Fab.10

    , cf. Ant. Lib.30.1, Nicom.Ar.1.8.10, Iamb.in Nic.p.33 P.; [

    ἡ ψυχὴ] παρὰ μ. ἐν τῇ γενέσει γίνεται καὶ ἐν τοῖς θεοῖς ἐστιν Procl.Inst. 206

    (but also, partially, Alciphr.3.66).
    III the part one takes in a thing,

    μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μ. E.IT 1299

    ; ὑμέτερον μ. [ἐστί] c. inf., Pl.La. 180a.
    2 freq. in periphrases, τοὐμὸν μέρος, τὸ σὸν μ., my or thy part, i.e. simply I or me, thou or thee,

    ὅσον τὸ σὸν μ. S.OT 1509

    , cf. Ant. 1062, Pl.Cri. 45d: abs. as Adv., τοὐμὸν μ. as to me,

    οὐ καμῇ τοὐμὸν μ. S.Tr. 1215

    , cf. E.Heracl. 678; τὸ σὸν μέρος as to thee, S.OC 1366;

    τοὐκείνου μ. E.Hec. 989

    : rarely,

    κατὰ τὸ σὸν μ. Pl.Ep. 328e

    .
    IV part, opp. the whole,

    ὡρέων τρίτατον μ. h.Cer. 399

    , etc.; τρίτον κασιγνητᾶν μ., i. e. one of three sisters, Pi.P.12.11;

    μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων Th.1.1

    ; τὰ δύο μ. two-thirds, ib. 104, Aeschin. 3.143, D.59.101;

    τρία μέρη.., τὸ δὲ τέταρτον Nic.Dam.130.17

    J.; οὐδὲν ἂν μέρος οὖσαι φανεῖεν τῶν .. no fraction of.., i. e. infinitesimal compared with.., Isoc.5.43, cf.12.54; ὅσα ἄλλα μ. ἐντὸς τοῦ Ἴστρου parts of the country, regions, Th.2.96, cf. 4.98; ξυγκαταδουλοῦν.. τὸ τῆς θαλάσσης μ., i. e. the sea as their part of the business, Id.8.46: hence, branch, business, matter, Men.Epit.17, Pk. 107, Plb.1.4.2, 1.20.8, al., PRyl. 127 (i A.D.);

    τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μ. Pl.Lg. 795e

    ; division of an army, X.An.6.4.23, etc.; class or party, Th.2.37, D.18.292; of the factions in the circus,

    πρασίνων μ. POxy.145.2

    (vi A.D.); party in a contract or lawsuit, BGU168.24 (ii A.D.), PRein.44.34 (ii A.D.); caste, Str.15.1.39:—special uses, in Geom., direction, ἐπὶ θάτερον μ. interpol. in Archim.Aequil.1.13, cf. Euc.1.27, al.: Arith., submultiple, Id.7 Def.3, 4; τὰ μ. the denominators of fractions, Hero *Stereom.2.14: Gramm., μ. τῆς λέξεως part of speech, Arist.Po. 1456b20, D.H.Comp. 2: more freq.

    μ. λόγου D.T.634.4

    , A.D.Pron.4.6, al.; μ. λόγου, also, = word, S.E.M.1.159, Heph.1.4 (v. λόγος IX. 3 c); section of a document, Mitteis Chr.28.30 (iii B. C.), etc.
    2 abs. as Adv., μέρος τι in part, Th.4.30, etc.; μέρος μέν τι.., μέρος δέ τι .. X.Eq.1.12; τὸ πλεῖστον μ. for the most part, D.S.22.10.
    b with Preps.,

    κατά τι μέρος Pl.Lg. 757e

    ;

    κατὰ τὸ πολὺ μ. Id.Ti. 86d

    ; ἐκ μέρους in part,

    γινώσκομεν 1 Ep.Cor.13.9

    (but ἐκ μ. τινός by the side of, LXX 1 Ki. 6.8; ἐκ μ. τῶν ὁρίων ib.Nu.20.16; ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους ib.8.2); ἐκ τοῦ πλείστου μ. for the most part, Hdn.8.2.4; ἀπὸ μέρους in part, Antip.Stoic.3.249, BGU1201.15 (i A.D.), 2 Ep.Cor.2.5;

    ἐπὶ μέρους Luc.

    Bis Acc.2; τὰς ἐπὶ μέρους γράφειν πράξεις special histories, Plb. 7.7.6;

    αἱ ἐπὶ μ. συντάξεις Id.3.32.10

    ; πρὸς μέρος in proportion, Th. 6.22, D.36.32.
    3 ἐν μέρει τινὸς τιθέναι, etc., to put in the class of.., consider as so and so,

    εἰ ἐν ἀρετῆς τιθεῖς μέρει τὴν ἀδικίαν Pl.R. 348e

    ;

    οὐ τίθημ' ἐν ἀδικήματος μ. D.23.148

    ; also

    ἐν τεκμηρίου μ. ποιεῖσθαι τἀδίκημα Id.44.50

    ; ἐν οὐδενὸς εἶναι μ. to be as no one, Id.2.18;

    μήτ' ἐν ἀνθρώπου μ. μήτ' ἐν θεοῦ ζῆν Alex.240.2

    ; ἐν προσθήκης μ. as an appendage, D.11.8;

    ἐν ὑπηρέτου καὶ προσθήκης μ. γίγνεσθαι Id.3.31

    ;

    ἐν χάριτος μ. Id.21.165

    ; τοῦτ' ἐν εὐεργεσίας ἀριθμήσει μ. ib.166;

    ἐν ἰδιώτου μ. διαγαγεῖν Isoc.9.24

    ;

    ὡς ἐν παιδιᾶς μ. Pl.R. 424d

    ; also

    εἰς εὐεργεσίας μέρος καταθέσθαι D.23.17

    .
    4 in local sense, district, POxy.2113.25 (iv A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέρος

См. также в других словарях:

  • Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτυρες του Ιεχωβά — (Jehovah’s Witnesses). Αμερικανική προτεσταντική αίρεση. Ιδρύθηκε το 1872 στο Πίτσμπουργκ από τον κληρικό Τσαρλς Τέιζ Ράσελ. Πριν αποκτήσουν τη σημερινή τους ονομασία (έως το 1931) τα μέλη της ονομάζονταν ρωσελίτες, χιλιαστές ή σπουδαστές της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») …   Dictionary of Greek

  • μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»